- συνάδελφος
- ο, η / συνάδελφος, -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ννεοελλ.-μσν.1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλοναρχ.1. αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε αντιδιαστολή προς τον ανάδελφο2. αυτός που είναι αδελφός κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀδελφός].
Dictionary of Greek. 2013.